- τήβαι
- αἱ, Α(βοιωτ. τ.) λόφοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αναφέρεται —στον λατ. τ. tebae (χωρίς αρκτικό δασύ φθόγγο)— από τον Ρωμαίο συγγραφέα Βάρρωνα στην ετυμολογία τής λ. θῆβαι ως βοιωτ. τ. με σημ. «λόφοι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.